ἀσέμνου

ἀσέμνου
ἄσεμνος
undignified
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • безчьстьныи — (34) пр. 1.Непочитаемый, презираемый; пользующийся дурной славой, позорный, недостойный: Такожде годѣ ѥсть да еп(с)пи и попове и диѩкони приставьници да не боудоуть и строителѥ ни отъ коѥ˫а же срамьны˫а или бещьстьны˫а вещи пищю обрѣтають… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • απόκινος — ἀπόκινος, ο (Α) είδος άσεμνου χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο κινώ, με υποχωρητικό σχηματισμό] …   Dictionary of Greek

  • απόσειση — η (Α ἀπόσεισις) [αποσείω] νεοελλ. αποτίναξη, απαλλαγή από δυσάρεστη κατάσταση αρχ. είδος άσεμνου χορού …   Dictionary of Greek

  • κονίσαλος — κονίσαλος, ὁ (ΑM) σύννεφο σκόνης, στρόβιλος («πνεύσαντος ἀνέμου σφοδροῡ... ὁ κονίσαλος ἐς ουρανὸν αὐτὸν ἦρτο», Άνν. Κομν.) αρχ. 1. σκόνη αναμιγμένη με το λάδι και τον ιδρώτα τών παλαιστών («ὁ ἱδρὼς τῶν γυμναζομένων, μειχθείς τῷ πάτῳ, συντελεῑ… …   Dictionary of Greek

  • κράδη — Μηχάνημα που χρησιμοποιούσαν στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, πιθανότατα στις τραγωδίες, για την ανύψωση των ηθοποιών που υποδύονταν τους θεούς. * * * κράδη, ἡ (Α) 1. το ανώτατο άκρο τού κλαδιού, το κλωνάρι, το βλαστάρι («τέττιγες... ἐπὶ τῶν κραδῶν… …   Dictionary of Greek

  • μόθων — μόθων, ωνος, ὁ (Α) 1. παιδί που προέρχονταν από είλωτες γονείς στη Σπάρτη ή νόθο από Σπαρτιάτη και μητέρα δούλα, το οποίο ανατρέφονταν μαζί με τους νέους Σπαρτιάτες και κατόπιν απελευθερωνόταν χωρίς να έχει πλήρη πολιτικά δικαιώματα 2. άνθρωπος… …   Dictionary of Greek

  • παλιοκόριτσο — το 1. κορίτσι κακής διαγωγής, άσεμνου ήθους: Μπλέχτηκε με αλήτες και έγινε παλιοκόριτσο. 2. επιτιμητική απλώς λέξη: Έκαψες το φαγητό, παλιοκόριτσο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”